δημαγωγια

δημαγωγια
    δημαγωγία
    δημ-ᾰγωγία
    ἥ досл. руководство народом, управление страной, преимущ. в неодобр. знач. заискивание у народа, демагогия
    

(δ. οὐ πρὸς χρηστοῦ ἐστιν ἀνδρός Arph.; δ. ὅταν τὸν ὄχλον δημαγωγῶσιν οἱ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ὄντες Arst.; κολακεία ὄχλου καὴ δ. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δημαγωγια" в других словарях:

  • δημαγωγία — δημαγωγίᾱ , δημαγωγία control fem nom/voc/acc dual δημαγωγίᾱ , δημαγωγία control fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίᾳ — δημαγωγίαι , δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγία — η η τέχνη του δημαγωγού, η πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με ψεύτικες υποσχέσεις και άλλα απατηλά μέσα: Όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού λόγου του ήταν καθαρή δημαγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαγωγίας — δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem acc pl δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαι — δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαν — δημαγωγίᾱν , δημαγωγία control fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγιῶν — δημαγωγία control fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγίαις — δημαγωγία control fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demagogy — (/ˈdɛməɡ …   Wikipedia

  • Демагогия — …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»